- φρακάρω
- (λ. ιταλ.), φράκαρα και φρακάρισα, φρακαρίστηκα, φρακαρισμένος1. μτβ., ακινητοποιώ, εμποδίζω να κινηθεί κάτι ή κάποιος.2. αμτβ., ακινητοποιούμαι αναγκαστικά, δεν μπορώ να κινηθώ: Φρακάρανε τα αυτοκίνητα στον πολυσύχναστο και στενό δρόμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.